κόνδωρ

κόνδωρ
(-ορός) ο кондор (птица)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κόνδωρ" в других словарях:

  • κόνδωρ — Βλ. λ. κόνδορας. * * * ο βλ. κόνδορας …   Dictionary of Greek

  • καθαρτίδες — (Cathartidae). Οικογένεια γυπιδών, της τάξης των ιερακομόρφων. Περιλαμβάνει τους γυπίδες του Νέου Κόσμου (κόνδωρ, καθάρτης, σαρκόραμφος), που ζουν στην Kεντρική και στη Νότια Αμερική. Γεννούν συνήθως δύο αβγά μέσα σε σαπισμένους κορμούς, σε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»